άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
αιθέρες — Χαρακτηριστικές οργανικές ενώσεις οι οποίες αποτελούνται από άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο. Οι α. προέρχονται από τις αλκοόλες με την αντικατάσταση ενός ατόμου υδρογόνου με μια αλκυλική ρίζα: R–ΟΗ+R–ΟΗ ↔ R–Ο–R+Η2Ο Μπορεί να είναι απλοί ή σύνθετοι … Dictionary of Greek
ατμός — Η αέρια φάση των ουσιών οι οποίες κάτω από συνηθισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας βρίσκονται σε υγρή κατάσταση. Σε αντίθεση προς τα αέρια, οι α. κάτω από συνηθισμένες συνθήκες βρίσκονται σε θερμοκρασία κατώτερη από την κρίσιμη. Ο α. λοιπόν … Dictionary of Greek
πτητικός — ή, ό / πτητικός, ή, όν, ΝΜΑ ο κατάλληλος για πτήση (α. «πτητική μηχανή» β. «τὰ γαμψώνυχα τῶν πτητικῶν», Αριστοτ. γ. «βαρέα καὶ μὴ πτητικά», Θεόφρ.) νεοελλ. 1. χημ. (σχετικά με υγρές ή στερεές ουσίες) αυτός που παρουσιάζει αυξημένη τάση να… … Dictionary of Greek
καύσιμο — Υλικό που χρησιμοποιείται στους κινητήρες έκρηξης και στους κινητήρες ντίζελ. Τα κ. έχουν διαφορετικές ιδιότητες, ανάλογα με τον τύπο του κινητήρα για τον οποίο προορίζονται. Για τους κινητήρες έκρηξης έχει υιοθετηθεί ως υγρό κ. η βενζίνη. Τα κ.… … Dictionary of Greek
Παράκελσος — (Θεόφραστος Μπόμπαστ φον Χόχενχαϊμ, που εκλατίνισε το όνομά του σε Philippus Aureolus Theophrastus Bombastus Paracelsus, Άινσιντελν 1493 – Σάλτσμπουργκ 1541). Ελβετός γιατρός, φιλόσοφος, χημικός. Γιος γιατρού, πήρε από τον πατέρα του τα πρώτα… … Dictionary of Greek
υδρογονάνθρακες — Οργανικές ενώσεις που αποτελούνται μόνο από άτομα άνθρακα και υδρογόνου. Ανάλογα με τον τύπο δομής, οι ενώσεις αυτές υποδιαιρούνται σε τρεις μεγάλες ομάδες: αλειφατικούς, αλεικυκλικούς και αρωματικούς υ. Οι αλειφατικοί υ. αποτελούνται από άτομα… … Dictionary of Greek